- περινείκης
- περί-νεικέωquarrelimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθυουρηθραίος — α, ο φρ. «ευθυουρηθραίο τρίγωνο» τριγωνικό διάστημα με το οποίο η πρόσθια επιφάνεια τής περινεϊκής μοίρας τού απευθυσμένου στον άνδρα χωρίζεται από τον προστάτη και την υμενώδη μοίρα τής ουρήθρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + ουρηθραίο] … Dictionary of Greek
χειρουργική — Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με τις παθολογικές καταστάσεις και νόσους, που θεραπεύονται με μηχανικά κυρίως μέσα συνήθως με επεμβάσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται ειδικά εργαλεία. Η χ. υπήρξε ασφαλώς η πρώτη ιατρική του ανθρώπου, ο… … Dictionary of Greek